Η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζει πολιτική για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων ώστε να διατηρηθεί ο ελεύθερος και θεμιτός ανταγωνισμός εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως κρατική ενίσχυση ορίζεται η παρέμβαση μιας δημόσιας αρχής (σε επίπεδο εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό), μέσω των δημόσιων πόρων, με σκοπό την υποστήριξη ορισμένων επιχειρήσεων ή παραγωγών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η επιχείρηση που δέχεται μια τέτοιου είδους ενίσχυση να πλεονεκτεί έναντι των ανταγωνιστών της.
Στo πλαίσιo αυτής της πολιτικής εισήχθη το 1992, τροποποιήθηκε το 2006 και ισχύει μέχρι σήμερα ο κανόνας de minimis (ενισχύσεις ήσσονος σημασίας), ο οποίος αφορά την πολιτική της Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς των μεταφορών και της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων. Ο κανονισμός de minimis εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που το ανώτατο όριο ενίσχυσης είναι με μορφή ποσού 200.000€ και λόγω του χαμηλού ύψους του θεωρείται ότι δεν επηρεάζει τον ανταγωνισμό (ήσσονος σημασίας), συνεπώς δεν απαιτεί πολύπλοκες διαδικασίες έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έτσι ο εν λόγω Κανονισμός ορίζει ότι μια επιχείρηση δεν μπορεί να λάβει ενισχύσεις de minimis που να ξεπερνούν το ποσό των 200.000 ευρώ (100.000 Ευρώ για τον τομέα των οδικών μεταφορών) ανά τριετία. Παραδείγματος χάριν, αν η ενίσχυση μιας επιχείρησης εγκρίνεται το 2011, η τριετία αφορά τα έτη 2009, 2010 και 2011.
Επομένως, για να έχει τη δυνατότητα μια επιχείρηση να υποβάλει αίτηση σε ένα πρόγραμμα ενίσχυσης με καθεστώς de minimis δεν πρέπει να έχει λάβει, ή εφόσον εγκριθεί, δεν θα πρέπει να έχει λάβει ενισχύσεις de minimis κατά την τελευταία τριετία που να ξεπερνούν συνολικά το ποσό των 200.000 ευρώ.
Ο κανόνας de minimis εφαρμόζεται μόνο στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που όπως λέγεται είναι “διαφανείς”. Μια ενίσχυση χαρακτηρίζεται ως διαφανής όταν είναι εφικτό να υπολογιστεί εκ των προτέρων με ακρίβεια το ακριβές ποσό της ενίσχυσης χωρίς την ανάγκη της ανάλυσης εκτίμησης κινδύνου. Ως διαφανείς ενισχύσεις για την Ευρωπαϊκή Kοινότητα θεωρούνται:
1) ενισχύσεις με τη μορφή δανείων, εφόσον το ποσό τους έχει υπολογιστεί με βάση τα επιτόκια της αγοράς που ισχύουν κατά το χρόνο που χορηγήθηκε η ενίσχυσης,
2) ενισχύσεις σε εισφορές κεφαλαίου (επιχορηγήσεις), εφόσον το συνολικό ποσό της κρατικής εισφοράς δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που ισχύει για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας,
3) οι ενισχύσεις σε παροχή επιχειρηματικού κεφαλαίου εάν το οικείο καθεστώς παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου παρέχει κεφάλαια στην κάθε αποδέκτρια επιχείρηση μόνο μέχρι το ανώτατο όριο που ισχύει για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας,
4) οι ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων δανείων, εφόσον το καλυπτόμενο από την εγγύηση μέρος του δανείου δεν ξεπερνά το 1,5 εκατ. ευρώ (ή 750.000 ευρώ για τον τομέα των οδικών μεταφορών).
Από την εφαρμογή του κάνονα εξαιρούνται συγκεκριμένοι τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτοί είναι:
- η αλιεία,
- η υδατοκαλλιέργεια,
- ο άνθρακας,
- η πρωτογενής παραγωγή,
- η μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων (εφόσον το ποσό της ενίσχυσης καθορίζεται με βάση την τιμή ή την ποσότητα τέτοιων προϊόντων που πωλούνται από πρωτογενείς παραγωγούς ή διατίθενται στην αγορά από τις οικείες επιχειρήσεις ή εφόσον η ενίσχυση συνοδεύεται από την υποχρέωση απόδοσής της εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε πρωτογενείς παραγωγούς)
- οι εξαγωγές προς τρίτες χώρες ή προς κράτη μέλη, και κυρίως οι ενισχύσεις που συνδέονται άμεσα με τις εξαγόμενες ποσότητες, με τη δημιουργία και λειτουργία δικτύου διανομής ή με άλλες τρέχουσες δαπάνες που σχετίζονται με τις εξαγωγές.
- οι οδικές εμπορευματικές μεταφορές για λογαριασμό τρίτων, εφόσον η αιτούμενη ενίσχυση αφορά την απόκτηση οχημάτων οδικών εμπορευματικών μεταφορών.